Τα τελευταία χρόνια πολλές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού έχει έλλειψη βιταμίνης D. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε μια από τις κάτωθι παρατηρήσεις:
- πολλοί άνθρωποι έχουν επίπεδα βιταμίνης D (25-hydroxyvitamin D [25(OH)D]) κάτω των 20 ng/ml. Αυτό είχε υπολογιστεί ως το κατάλληλο επίπεδο από Ινστιτούτο Ιατρικής το 2011.
- ότι η συμπληρωματική χορήγηση 600 – 800 μονάδων βιταμίνης την ημέρα ή περισσότερων αποτυγχάνει να επιτύχει επίπεδα αίματος άνω των 20 ng/ml σε ορισμένους ανθρώπους.
Αυτά τα συμπεράσματα, δυστυχώς, οφείλονται σε κακή ερμηνεία και κακή εφαρμογή των τιμών αναφοράς της βιταμίνης D. Λόγω αυτής της παρεξήγησης, πολλοί άνθρωποι έχουν υποβληθεί σε εξετάσεις βιταμίνης D χωρίς να τις χρειάζονται, αλλά και σε χορήγηση σκευασμάτων βιταμίνης D χωρίς να υπάρχει λόγος.
Για να κατανοήσει κανείς τον όρο έλλειψη ή ανεπάρκεια θρεπτικής ουσίας, θα πρέπει να ξέρει πώς ορίζονται οι τιμές αναφοράς του Ινστιτούτου Ιατρικής και τι εκφράζουν. Το Ινστιτούτο αναπτύσσει αυτές τις τιμές για ένα μεγάλο φάσμα θρεπτικών ουσιών. Η ανάγκη για οποιαδήποτε θρεπτική ουσία ποικίλλει από άτομο σε άτομο, ακολουθώντας μια κανονική κατανομή κατά μήκος του πληθυσμού. Αυτές οι τιμές αναφοράς περιλαμβάνουν τη Μέση Ανάγκη για τη θρεπτική ουσία, που είναι η ενδιάμεση τιμή της κατανομής των ανθρώπινων αναγκών. Αυτή η τιμή εκφράζει την πιθανότερη ανάγκη για τον πληθυσμό. Μια δεύτερη τιμή εκφράζει τις ανάγκες των ανθρώπων στο μέγιστο της κατανομής. Πρακτικά, κάθε άνθρωπος θα έχει ανάγκες θρεπτικής ουσίας χαμηλότερες από αυτή την τιμή.
Για τη βιταμίνη D η πρώτη τιμή έχει οριστεί στις 400 μοναδες ημερησίως για άτομα ηλικίας έως 70 ετών και 600 μονάδες ημερησίως για μεγαλύτερους των 70 ετών. Αυτές αντιστοιχούν σε επίπεδα αίματος 16 ng/ml. Η άλλη τιμή (η ανώτερη) αντιστοιχεί σε επίπεδα αίματος 20 ng/ml. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά τα επίπεδα προϋποθέτουν ελάχιστη έως μηδενική έκθεση στον ήλιο (πράγμα απίθανο για ένα συνηθισμένο άνθρωπο).
Η συχνή λανθασμένη αντίληψη λοιπόν είναι ότι η ανώτερη τιμή είναι το φυσιολογικό όριο και ότι ολόκληρος ο πληθυσμός θα πρέπει να έχει επίπεδα βιταμίνης D μεγαλύτερα από 20 ng/ml ώστε να έχει καλή οστική υγεία. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι σχεδόν όλος ο πληθυσμός πρέπει να έχει τιμές ίσες ή μικρότερες του 20 ng/ml και σχεδόν ο μισός πληθυσμός κάτω του 16 ng/ml.
Πολλές μελέτες λοιπόν, χαρακτηρίζουν ως ανεπάρκεια επίπεδα βιταμίνης D χαμηλότερα της ανώτερης τιμής, παρ’ ότι αυτή τελικά, όπως είδαμε, είναι η ανώτερη τιμή που μπορεί να παρατηρηθεί και όχι το φυσιολογικό όριο. Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι χαρακτηρίζνται λανθασμενα ως έχοντες έλλειψη, παρ’ ότι έχουν φυσιολογική πρόσληψη βιταμίνης. Έτσι, δημιουργείται μια “επιδημία” έλλειψης βιταμίνης χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση βιταμίνης D σε πολλούς υγιείς ανθρώπους που δεν την έχουν ανάγκη. Θα ήταν προτιμότερο να παροτρύνονται οι άνθρωποι να επιλέγουν τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D, ενώ η εξέταση για τη βιταμίνη D σε υγιή άτομα θα πρέπει να αποφεύγεται.