Όταν οι μελέτες σε θέματα διατροφής χρηματοδοτούνται από βιομηχανίες τροφίμων, σχεδόν πάντα τα αποτελέσματα για τα υπό μελέτη προϊόντα είναι θετικά. Οι μελέτες αυτές τις περισσότερες φορές βρίσκουν ότι το προϊόν του χορηγού είναι ωφέλιμο ή ασφαλές, ακόμη και στις περιπτώσεις που η ανεξάρτητη έρευνα πάνω στο ίδιο θέμα έχει καταλήξει στα αντίθετα συμπεράσματα. Για τις μελέτες που χρηματοδοτούνται από εταιρείες καπνού, χημικών και φαρμάκων έχουν υπάρξει αρκετές ενδείξεις ότι οι εταιρείες εσκεμμένα επηρεάζουν το σχεδιασμό, τα αποτελέσματα και την ερμηνεία των μελετών που έχουν χρηματοδοτήσει. Για τις εταιρείες τροφίμων όμως δεν υπήρχαν μέχρι τώρα πολλά γνωστά στοιχεία πάνω σε αυτό το θέμα. Κλασσικά, στις μελέτες διατροφής δηλώνεται ότι ο χορηγός δεν ενεπλάκη στο σχεδιασμό, τη διεξαγωγή, την ερμηνεία, τη διατύπωση ή τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων παρ’ ότι πλήρωσε γι’ αυτές. Έτσι, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς το αντίθετο.
Στο τελευταίο τεύχος του περίφημου ιατρικού περιοδικού JAMA δημοσιεύτηκε ένα άρθρο, το οποίο αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων. Οι συγγραφείς έψαξαν στο αρχείο για παλιά κείμενα την περίοδο από το 1950 έως το 1960 και ανακάλυψαν ότι ένας συνεταιρισμός εμπορίας ζάχαρης οργάνωσε ιατρική έρευνα, την χρηματοδότησε αλλά και επηρέασε τα αποτελέσματά της με σκοπό να παύσει να θεωρείται η ζάχαρη μείζων παράγων κινδύνου για στεφανιαία νόσο. Οι μελέτες εκείνης της εποχής έδειχναν ότι η αυξημένη λήψη ζάχαρης σχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Παρόλα αυτά ο συγκεκριμένος συνεταιρισμός έπεισε τους ερευνητές να εστιάσουν την προσοχή τους στο ρόλο του λίπους και της χοληστερόλης της διατροφής στον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Ο συνεταιρισμός πλήρωσε ένα ποσό που ισοδυναμούσε με σημερινά χρήματα περίπου 48.000 δολάρια σε 3 καθηγητές διατροφής του Harvard για να διενεργήσουν και να δημοσιεύσουν μια εργασία ανασκόπησης, η οποία θα αντέκρουε τα στοιχεία που έδειχναν τη σχέση της ζάχαρης με τη στεφανιαία νόσο.
Τα αποτελέσματα της χρηματοδοτούμενης αυτής ανασκόπησης δημοσιεύτηκαν σε 2 άρθρα στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine το 1967. Οι συγγραφείς γνωστοποιούν στη δημοσίευση ότι δέχθηκαν οικονομική υποστήριξη από Ίδρυμα Διατροφής αλλά δεν αναφέρουν ότι η χρηματοδότηση έγινε από τον συνεταιρισμό ζάχαρης. Το πρώτο από τα 2 άρθρα δείχνει ότι οι υδατάνθρακες και το λίπος έχουν στενή σχέση με τη θνησιμότητα από στοιχεία που υπάρχουν σε 14 χώρες. Για να δείξουν όμως λιγότερο επικίνδυνη τη ζάχαρη, οι συγγραφείς φαίνεται ότι έκαναν επιλογή των δεδομένων που παρουσίασαν. Παρότι οι ίδιοι είχαν προηγούμενες δημοσιεύσεις που συνέδεαν τους υδατάνθρακες και τα λίπη με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, το άρθρο τους έδωσε περισσότερη έμφαση στις μελέτες που αφορούσαν τα κεκορεσμένα λιπαρά και λιγότερη σε αυτές με τους υδατάνθρακες, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι δυσμενές για τα λίπη .
Τα ευρήματα αυτά δεν αφήνουν αμφιβολία ότι το χρηματοδοτημένο από τη βιομηχανία άρθρο είχε ως σκοπό την διαπίστωση ενός προκαθορισμένου συμπεράσματος. Οι συγγραφείς ήξεραν τι προσδοκούσε από το άρθρο ο χορηγός και το παρήγαγαν. Παραμένει άγνωστο εάν το έκαναν εσκεμμένα, ασυνείδητα ή διότι πράγματι είχαν την πεποίθηση ότι το κεκορεσμένο λίπος ήταν ο μεγάλος εχθρός. Η επιστήμη όμως δεν θα πρέπει να λειτουργεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Τα κείμενα που αποκαλύφθηκαν κάνουν αυτό το άρθρο ανασκόπησης να μοιάζει περισσότερο με δημόσιες σχέσεις παρά με επιστήμη.
Αυτό το προ 50 ετών συμβάν θα μπορούσε να είναι απλώς μια παλιά ιστορία που ανασύρθηκε στην επιφάνεια, αλλά στην πραγματικότητα έχει τεράστια σημασία, διότι δίνει απαντήσεις σε πολλά ερωτηματικά της εποχής μας. Είναι αλήθεια ότι οι βιομηχανίες τροφίμων εσκεμμένα χειραγωγούν την έρευνα για ίδιον όφελος; Πράγματι είναι αλήθεια και η πρακτική αυτή συνεχίζεται. Το 2015 οι New York Times δέχθηκαν emails τα οποία αποκάλυπταν τις στενές σχέσεις της Coca-Cola με χρηματοδοτούμενους ερευνητές, οι οποίοι διενεργούσαν μελέτες με σκοπό να δείξουν όσο το δυνατό μικρότερη την επίδραση των σακχαρούχων αναψυκτικών στην παχυσαρκία. Ακόμη πιο πρόσφατα, το Associated Press δέχθηκε emails που αποκάλυπταν πώς μια εταιρεία παραγωγής καραμελών χρηματοδότησε τη διενέργεια μελετών και τις επηρέασε ώστε στα αποτελέσματα να φανεί ότι τα παιδιά που τρώνε γλυκά έχουν πιο υγιές βάρος σώματος από τα παιδιά που δεν τρώνε. Είναι αυτονόητο ότι τα αποτελέσματα τέτοιων μελετών έχουν μεγάλη επίδραση στη δημόσια υγεία. Γι’ αυτό είναι άκρως απαραίτητο σε κάθε μελέτη να γνωστοποιείται ο πλήρης ρόλος που παίζουν οι χορηγοί της.
Μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλη αντιπαράθεση στην επιστημονική κοινότητα για το ρόλο που παίζουν στην υγεία μας οι υδατάνθρακες και τα λίπη. Επομένως, τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν έχουν μεγάλη σημασία. Μέχρι το 1967 οι υδατάνθρακες και τα κεκορεσμένα λίπη εθεωρούντο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Όμως για δεκαετίες μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου ανασκόπησης οι επιστήμονες και οι διατροφικές οδηγίες επικέντρωσαν τις προσπάθειες στη μείωση του κεκορεσμένου λίπους της διατροφής ως κύρια στρατηγική για τη μείωση της στεφανιαίας νόσου. Συμβούλευαν επίσης το μετριασμό κατανάλωσης υδατανθράκων αλλά κυρίως για λόγους υγιεινής των δοντιών. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και το ενδιαφέρον έχει στραφεί στη μείωση λήψης υδατανθράκων και λιγότερο στη μείωση του λίπους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η αντιπαράθεση επικεντρώνεται στα λίπη και τους υδατάνθρακες και όχι στα τρόφιμα που τα περιέχουν. Αυτή η προσέγγιση που ονομάζεται “διατροφισμός”, για να τονίσει την προσπάθεια μελέτης μεμονωμένων θρεπτικών ουσιών ενώ το σωστότερο είναι να εξετάζονται τα συνηθισμένα καθημερινα τρόφιμα, είναι εντελώς παραπλανητική. Η υπερβολική λήψη υδατανθράκων και κεκορεσμένων λιπών είναι διατροφική συνήθεια του Δυτικού πολιτισμού η οποία οφείλεται σε υπερβολική λήψη θερμίδων μέσω υπερκατανάλωσης κρέατος, επεξεργασμένων τροφών και σακχαρούχων ποτών και τα οποία όλα έχουν συνδυαστεί με αυξημένο κίνδυνο χρονίων νοσημάτων.
Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρχει πλήρης παρακολούθηση της χρηματοδοτούμενης έρευνας όλων των εταιρειών τροφίμων που υπάρχουν. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών συνήθως συμβαδίζουν με τα συμφέροντα του χορηγού. Η χρηματοδότηση των ερευνών από τις εταιρείες τροφίμων, ακόμη και όταν γίνεται με καλές προθέσεις, κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην επιστήμη της διατροφής, συμβάλλει στη γενική σύγχυση ως προς το τι πρέπει να τρώμε και υποβιβάζει την αξία των Οδηγιών Διατροφής.
Οι χρηματοδοτούμενες μελέτες από τη βιομηχανία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό. Η γνωστοποίηση από τους ερευνητές της προέλευσης της χρηματοδότησης θα πρέπει να γίνεται αλλά δεν είναι αρκετή. Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων σίγουρα θα συμβάλει στη βελτίωση της αξιπιστίας της έρευνας.
Βιβλιογραφία