Η συνεχής εμφάνιση πολυανθεκτικών μικροοργανισμών απειλεί να εκμηδενίσει το όπλο που έχουμε εναντίον τους: τα αντιβιοτικά. Θα ήταν καλό να βρεθούν άλλες εναλλακτικές λύσεις, πλην των αντιβιοτικών, για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Οι λύσεις αυτές ενδεχομένως δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνες τους τις λοιμώξεις, αλλά θα δώσουν σημαντική βοήθεια στα αντιβιοτικά.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν γονίδια, τα οποία μεταφέρονται από πλασμίδια και τα οποία προκαλούν αντίσταση στις καρβαπενέμες και την κολιστίνη στα μικρόβια στα οποία μεταφέρονται. Αυτό δείχνει ότι και τα τελευταία οχυρά εναντίον των λοιμώξεων, δηλαδή τα πανίσχυρα αυτά αντιβιοτικά, έχουν αρχίσει να πέφτουν. Ας δούμε ποιες άλλες επιλογές υπάρχουν για την αντιμετώπιση ενός μικροοργανισμού που ενδεχομένως θα είναι ανθεκτικό σε όλα τα αντιβιοτικά που υπάρχουν.
Συσκευές αιμοδιήθησης
Ήδη βρίσκονται σε διαδικασία ανάπτυξης φίλτρα εξωσωματικής αφαίρεσης μικροοργανισμών: έχουν την ικανότητα να αφαιρούν παθογόνους μικροοργανισμούς από το αίμα. Αρκετές συσκευές φίλτρου ήδη βρίσκονται υπό μελέτη. Δυο από τις πιο ενδιαφέρουσες περιλαμβάνουν τη χρήση λεκτινών που συνδέουν μαννόζη ή συνδεδεμένη ηπαρίνη. Η μείωση του αριθμού βακτηρίων στο αίμα με αυτές τις συσκευές μπορεί θεωρητικά να δώσει χρόνο στο ανοσολογικό σύστημα του πάσχοντος να αφαιρέσει τα εναπομείναντα παθογόνα παρότι αυτά μπορεί να είναι ανθεκτικά σε όλα τα αντιβιοτικά.
Αναστολείς του μηχανισμού διακυτταρικής επικοινωνίας
Πολλά βακτήρια χρησιμοποιούν κάποια μορφή διακυτταρικής επικοινωνίας για να πληροφορήσουν τα παθογόνα για την συνολική συγκέντρωση τους. Εάν ανιχνεύονται υψηλές συγκεντρώσεις, τα παθογόνα μπορούν να αλλάξουν το μεταγραφικό προφίλ τους σε επιθετικό. Μια εντυπωσιακή σειρά από φυσικά και συνθετικά όρια μπορεί να μπλοκάρει το μηχανισμό διακυτταρικής επικοινωνίας και να βελτιώσει την έκβαση σε πειραματικά μοντέλα συστηματικής λοίμωξης. Πάντως παραμένει αμφισβητήσιμο το εάν οι αναστολείς του μηχανισμού διακυτταρικής επικοινωνίας θα αποκτήσουν εφαρμογή στην κλινική πράξη.
Λυτικοί βακτηριοφάγοι
Η χρήση των βακτηριοφάγων (ιοί οι οποίοι λύουν βακτήρια) σε αντικατάσταση των αντιβιοτικών εναντίον πολυανθεκτικών μικροοργανισμών παραμένει μια ελκυστική εναλλακτική επιλογή παρά τα πολυάριθμα προβλήματα. Η θεραπεία με βακτηριοφάγους για την αντιμετώπιση λοιμώξεων παρουσιάστηκε το 1920 και είναι ακόμη σε χρήση στην κλινική πράξη σε ορισμένες επριοχές στην Ανατολική Ευρώπη και τη Γεωργία. Αυτή η θεραπεία σήμερα αρχίζει να αποκτά εκ νέου ενδιαφέρον λόγω της συνεχώς αυξανόμενης μικροβιακής αντοχής.
Η λύση των βακτηρίων από λυτικούς βακτηριοφάγους προσομοιάζει με τη δραστικότητα ενός ισχυρού βακτηριοκτόνου αντιβιοτικού. Οι φάγοι διεισδύουν στα βακτήρια με σύνδεση στους επιφανειακούς υποδοχείς όπου αναπαράγονται ενδοκυττάρια και σκοτώνουν το βακτήριο με πέψη του κυτταρικού τοιχώματος. Οι βακτηριοφάγοι είναι άφθονοι στη φύση και τους καταπίνουμε κατά εκατομμύρια καθημερινά μέσω της τροφής μας. Η θεραπεία με βακτηριοφάγους μπορεί να χορηγηθεί τοπικά σε ανοικτά τραύματα ή σε επιφανειακές λοιμώξεις ή να χορηγηθούν ενδοφλέβια για την αντιμετώπιση συστηματικών λοιμώξεων.
Παρότι η θεραπεία με βακτηριοφάγους θεωρητικά έχει πολλά πλεονεκτήματα εναντίον των πολυανθεκτικών μικροοργανισμών, υπάρχουν και πολλά μειονεκτήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η εκλεκτική ειδικότητά τους. Οι φάγοι προσβάλλουν μόνο ένα βακτηριακό στέλεχος με αποτέλεσμα να αποκλείεται η εμπειρική χρήση τους σε λοιμώξεις. Το υπεύθυνο παθογόνο θα πρέπει να ταυτοποιηθεί ώστε να χορηγηθεί ο κατάλληλος γι’ αυτό φάγος. Η ύπαρξη ολόκληρης βιβλιοθήκης με αποθηκευμένους φάγους στα νοσοκομεία αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση του μέλλοντος.
Εξελιγμένες ανοσοθεραπείες
Η χρήση ανοσοθεραπείας για την αντιμετώπιση λοιμώξεων δεν είναι καινούργια ιδέα. Οι νέες εξελίξεις στην παραγωγή υψηλής συγγένειας και στα πολυκλωνικά ή μονοκλωνικά αντισώματα εναντίον μοριακών στόχων την έχουν κάνει ιδιαίτερα ελκυστική. Ενεργητικές ανοσοποιήσεις με ανοσοενισχυμένα πολυεπιτοπικά εμβόλια εναντίον μικροοργανισμών είναι ήδη σε διαδικασία ανάπτυξης, όπως επίσης και μονοκλωνικά και πολυκλωνικά αντισώματα για παθητική ανοσοποίηση έναντι παθογόνων. Διαχρωμοσωμικά βοοειδή έχουν αναπτυχθεί στο εργαστήριο τα οποία μπορούν να παράγουν μεγάλες ποσότητες πολυκλωνικών αντισωμάτων υψηλής ποιότητας εναντίον βακτηρίων και ιών. Τα μονοκλωνικά αντισώματα μπορούν να σχεδιαστούν με τόσο εξελιγμένα χαρακτηριστικά και χρόνο ημίσειας ζωής ώστε να μπορούν να ωψονινοποιούν βακτήρια ή να αναστέλλουν λοιμογόνους παράγοντες χωρίς τη βοήθεια αντιβιοτικών.
Ανοσοβοηθητικές θεραπείες είναι επίσης σε φάση ανάπτυξης για την προαγωγή κυτταρικής και χυμικής ανοσίας. Πολλά ανοσοβοηθητικά είναι υπό έρευνα όπως ιντερλευκίνη-7, GMS παράγων, αντίσωμα ligand-1 προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου κ.ά. Αυτές οι θεραπείες μπορούν να βοηθήσουν ασθενείς που έχουν ανοσοκαταστολή λόγω σήψης,
Άλλες θεραπείες για τον περιορισμό της μολυσματικότητας των μικροοργανισμών
Έχουν σχεδιαστεί λιποσωμιακοί αναστολείς κυτταρο-τοξινών με στόχο τη σύλληψη τοξινών που παράγονται από βακτήρια, οι οποίες λύουν το κυτταρικό τοίχωμα. Αυτά τα λιποσώματα χρησιμεύουν ως δολώματα πάνω στην κυτταρική μεμβράνη για την προσρόφηση κυτταρο-τοξινών και έτσι προστατεύουν τα ανθρώπινα κύτταρα. Αυτός ο αμυντικός μηχανισμός σε πειραματικό επίπεδο έχει αποβεί αποτελεσματικός και θα μπορούσε να δρα συμπληρωματικά προς τα αντιβιοτικά για την αντιμετώπιση λοιμώξεων από βακτήρια που παράγουν εξωτοξίνες.
Μη ανοσιακή ανοχή σε παθογόνα
Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να επιτρέπει στον άνθρωπο (ξενιστή) να επιβιώνει και να συνυπάρχει παρά την ύπαρξη μικροβιακής απειλής. Πρόκειται για μια νέα μορφή προσέγγισης του προβλήματος των πολυανθεκτικών παθογόνων. Ο στόχος αυτής της θεραπείας είναι να επιτρέπει στον άνθρωπο να αμύνεται στην ύπαρξη παθογόνων μέχρις ότου ο ανοσολογικός μηχανισμός είναι έτοιμος να απαλλάξει τον οργανισμό από τον εισβολέα.
Συμπεράσματα
Η προοδευτική διάδοση γονιδίων ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά μας αναγκάζει να σκεφτούμε νέους τρόπους αντιμετώπισης των μικροβίων. Εκτός της παραγωγής νέων αντιβιοτικών, θα πρέπει να προστατεύσουμε τα ήδη υπάρχοντα, αλλά και να σκεφτούμε νέους τρόπους προσέγγισης του προβλήματος. Υπάρχουν ελπιδοφόρα μηνύματα που σύντομα ενδέχεται να εφαρμόζονται στην κλινική πράξη.
Βιβλιογραφία