Ο κορωνοϊός και η νόσος που προκαλεί, η COVID-19, έπληξαν με σφοδρότητα τη Γερμανία: Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η χώρα είχε πάνω από 100.000 εργαστηριακά επιβεβαιωμένες λοιμώξεις σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, Ισπανία και Ιταλία.
Ωστόσο, με 1.584 θανάτους, το ποσοστό θνησιμότητας στη Γερμανία ήταν 1,6%, έναντι 12% στην Ιταλία, 10% στην Ισπανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, 4% στην Κίνα και 3% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και η Νότια Κορέα, μια χώρα υπόδειγμα ισοπέδωσης της καμπύλης, έχει υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, 1,8%.
Τι διαφορετικό κάνει η Γερμανία από τις άλλες χώρες;
Κατ’ αρχήν η μέση ηλικία των κρουσμάτων είναι χαμηλότερη στη Γερμανία από ό, τι σε πολλές άλλες χώρες. Πολλοί από τους πρώτους ασθενείς έλαβαν τον ιό σε αυστριακά και ιταλικά χιονοδρομικά κέντρα και ήταν σχετικά νέοι και υγιείς. Ξεκίνησε ως μια επιδημία των σκιέρ.
Καθώς τα κρούσματα εξαπλώνονταν στη χώρα, άρχισαν να προσβάλλονται όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι και το ποσοστό θνησιμότητας επίσης άρχισε να αυξάνει από το μόλις 0,2% που ήταν πριν από δύο εβδομάδες. Παρόλα αυτά, η μέση ηλικία των κρουσμάτων εξακολουθεί να παραμένει σχετικά χαμηλή, στα 49 έτη. Στη Γαλλία, είναι 62,5 έτη και στην Ιταλία 62, σύμφωνα με τις τελευταίες εκθέσεις τους.
Μια άλλη εξήγηση για το χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας είναι ότι η Γερμανία εφαρμόζει το τεστ κορωνοϊού σε πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό, τι οι περισσότερες υπόλοιπες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι ανιχνεύει περισσότερα κρούσματα με λίγα ή καθόλου συμπτώματα, αυξάνοντας τον αριθμό των κρουσμάτων που είναι γνωστά, χωρίς να αυξάνει ο αριθμός των θανάτων. Αυτό μειώνει αυτόματα το ποσοστό θνησιμότητας.
Υπάρχουν όμως και σημαντικοί καθαρά ιατρικοί λόγοι που έχουν διατηρήσει σχετικά χαμηλά τον αριθμό των θανάτων στη Γερμανία. Ανάμεσά τος είναι η έγκαιρη διάγνωση με το τεστ που συνεπάγεται έγκαιρη θεραπεία, τα πολλά κρεβάτια εντατικής θεραπείας που διαθέτει η χώρα και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση της οποίας οι οδηγίες για κοινωνική απομόνωση τηρήθηκαν ευρέως.
Η εξέταση ανίχνευσης κορωνοϊού
Στα μέσα Ιανουαρίου, πολύ πριν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν δώσει την προσοχή τους στον ιό, το νοσοκομείο Charité στο Βερολίνο είχε ήδη αναπτύξει μια εξέταση και δημοσίευσε τον τύπο online.
Μέχρι τη στιγμή που η Γερμανία κατέγραψε το πρώτο της κρούσμα COVID-19 τον Φεβρουάριο, διάφορα εργαστήρια σε ολόκληρη τη χώρα είχαν δημιουργήσει ένα απόθεμα κιτ διαγνωστικων εξετάσεων.
Σήμερα, η Γερμανία διεξάγει περίπου 350.000 εξετάσεις κορωνοϊού την εβδομάδα, πολύ περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι έγκαιρες και ευρέως διαθέσιμες εξετάσεις επέτρεψαν στις αρχές να επιβραδύνουν την εξάπλωση της πανδημίας απομονώνοντας τα κρούσματα. Επίσης η έγκαιρη διάγνωση έχει συμβάλει στην έγκαιρη χορήγηση θεραπείας. Όταν για παράδειγμα ένας ασθενής έχει διαγνωσθεί νωρίς και τεθεί έγκαιρα σε αναπνευστήρα, οι πιθανότητες επιβίωσης είναι πολύ καλύτερες.
Το ιατρικό προσωπικό, που έχει μεγάλο κίνδυνο να προσβληθεί αλλά και να μεταδόσει τον ιό, εξετάζεται τακτικά. Για να επιταχυνθεί η διαδικασία, ορισμένα νοσοκομεία κάνουν ομαδικές εξετάσεις σε επιχρίσματα 10 εργαζομένων μαζί και ακολουθούν ατομικές εξετάσεις μόνο εάν υπάρχει θετικό αποτέλεσμα.
Για να εξασφαλιστεί η ευρεία εκτέλεση της διαγνωστικής εξέτασης, αυτή παρέχεται δωρεάν στους εξεταζόμενους.
Η ανίχνευση των πιθανών κρουσμάτων
Στις περισσότερες χώρες, όπως και στην Ελλάδα, οι διαγνωστικές εξετάσεις περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στους πιο σοβαρά ασθενείς. Στη Γερμανία όμως η εξέταση γίνεται σε οποιονδήποτε υπάρχει η υποψία ότι έχει τον κορωνοϊό, ακόμη και σε άτομα που ήλθαν σε επαφή με κρούσματα. Αυτό επέτρεψε στην έγκαιρη απομόνωση των προσβεβλημένων από τον ιό αλλά και των επαφών τους, ώστε να περιοριστεί κατά πολύ η μετάδοση.
Ένα εξαιρετικό δημόσιο σύστημα υγείας
Σε όλη τη Γερμανία, τα νοσοκομεία έχουν αυξήσει κατά πολύ τη χωρητικότητά τους σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Συνυπολογιζομένου ότι ξεκίνησαν από ένα ήδη υψηλό επίπεδο. Τον Ιανουάριο, η Γερμανία ήδη διέθετε 28.000 μονάδες εντατικής θεραπείας εξοπλισμένες με αναπνευστήρες, που μεταφράζεται σε 34 κρεβάτια ΜΕΘ ανά 100.000 άτομα. Συγκριτικά, η αναλογία αυτή είναι 12 στην Ιταλία και 7 στην Ολλανδία. Αυτή τη στιγμή, στη Γερμανία κλίνες εντατικής θεραπείας έχουν ανέλθει στις 40.000.
Έχουν εξασφαλίσει τόσο μεγάλη χωρητικότητα ώστε τώρα δέχονται ασθενείς από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.
Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση
Η πρωθυπουργός Μέρκελ, μια επιστήμων, γνωστοποίησε με σαφήνεια, ηρεμία και κατ’ επανάληψη τη σοβαρότητα της κρίσης, επιβάλλοντας όλο και πιο αυστηρά μέτρα κοινωνικής απομόνωσης στη χώρα. Οι περιορισμοί, οι οποίοι είχαν καθοριστική σημασία για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της πανδημίας, έτυχαν ελάχιστης πολιτικής αντίστασης από την αντιπολίτευση και εφαρμόστηκαν ευρέως.