Τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι μια ομάδα παθήσεων που προσβάλλουν εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως. Αυτά τα νοσήματα περιλαμβάνουν, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την ψωρίαση, την ψωριασική αρθρίτιδα, την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου.
Κάθε μία από αυτές τις ασθένειες έχει ξεχωριστή επιδημιολογία και παθοφυσιολογία, αλλά όλες έχουν ένα κοινό σημείο: ο τρόπος με τον οποίο προκαλούν βλάβη στους ιστούς είναι η υπερβολική παραγωγή κυτοκινών. Πράγματι, οι αναστολείς των κυτοκινών, όπως το infliximab, το adalimumab (αντι-παράγοντας νέκρωσης όγκου [TNF]) και το ustekinumab (αντι-ιντερλευκίνη [IL] -12 / IL-23 [υπομονάδα p40]) που χρησιμοπούνται για τη θεραπεία της ψωρίασης, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου, επιτυγχάνουν την ύφεση αυτών των νοσημάτων και τη διατήρηση της ύφεσης. Δυστυχώς, όμως, η χρήση αυτών των θεραπειών αυξάνει τον κίνδυνο βακτηριακών και ιογενών λοιμώξεων.
Με την πρόσφατη εμφάνιση του κορωνοϊού 2 (SARS-CoV-2) και της νόσου που προκαλεί (COVID-19), η χρήση αυτών των φαρμάκων αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τους κλινικούς ιατρούς. Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς που έχουν μολυνθεί με SARS-CoV-2 παραμένουν ασυμπτωματικοί ή εμφανίζουν ήπια συμπτώματα, αλλά περίπου το 15-20% των ασθενών αναπτύσσουν σοβαρό σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ή σηπτικό σοκ. Η θεραπεία αυτών των σοβαρά πασχόντων είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κανένα αντιιικό φάρμακο ή εμβόλιο εναντίον του κορωνοϊού.
Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα από το COVID-19 είναι αυξημένες στους ηλικιωμένους και στους ανθρώπους με συννοσηρότητες (όταν δηλαδή συνυπάρχουν και άλλα νοσήματα). Στα άτομα με συννοσηρότητες θα μπορούσαν θεωρητικά να συμπεριληφθούν οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα που λαμβάνουν αναστολείς των κυτοκινών. Αυτά τα φάρμακα αναστέλλουν τη λειτουργία μηχανισμών που συμμετέχουν στην άμυνα του ασθενούς έναντι παθογόνων μικροοργανισμών. Παραδόξως ωστόσο, δεν έχει καταγραφεί καμία αύξηση στις πνευμονίες από τον κορωνοϊό στους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα μέχρι τώρα.
Επομένως, τίθεται το ερώτημα εάν, οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα που βρίσκονται σε θεραπεία με αναστολείς των κυτοκινών, παρουσιάζουν ειδική προστασία έναντι της νόσου COVID-19. Αναλύοντας τη διαταραχή των κυτοκινών που παρατηρείται σε σοβαρές περιπτώσεις COVID-19, θα δούμε ότι αυτή η υπόθεση μπορεί να ισχύει.
Η πνευμονία από κορωνοϊό χαρακτηρίζεται από υπερδιέγερση των δραστικών Τ λεμφοκυττάρων και από υπερβολική παραγωγή φλεγμονωδών κυτοκικών και ειδικά της ιντερλευκίνης 6 (IL-6). Αυτή η αντίδραση, γνωστή και ως καταιγίδα κυτοκινών, αρχικά θεωρήθηκε ως επικίνδυνη για την επιβίωση σε ασθενείς που ήταν σε αγωγή με ανοσοθεραπεία. Εκτός από την ιντερλευκίνη 6, και άλλες κυτοκίνες όπως η ιντερλευκίνη 1, ο αντι-TNF και η ιντερφερόνη γ, οι οποίες παράγονται κατά τη διάρκεια της καταιγίδας κυτοκινών, συμβάλλουν στην παθολογική διεργασία που οδηγεί σε διαρροή πλάσματος, αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα και διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Στην περίπτωση της λοίμωξης από τον κορωνοϊό, αυτές οι διαταραχές οδηγούν στη διασπορά του ιού, δημιουργώντας ένα μεταβολικό περιβάλλον το οποίο μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.
Σε συμφωνία με τις ανωτέρω διαταραχές, η χορήγηση ενός μονοκλωνικού αντισώματος, όπως η tocilizumab, έναντι του υποδοχέα της ιντερλευκίνης 6, μπλοκάρει τη λειτουργία της και χρησιμεύει στην αρχική θεραπεία της καταιγίδας κυτοκινών. Προκαταρκτικά ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι μια τέτοια θεραπεία μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη αυτής της καταστροφικής φλεγμονώδους απάντησης που παρατηρείται στην πνευμονία από τον κορωνοϊό.
Οι περισσότερες κυτοκίνες που παράγονται κατά τη διάρκεια της καταιγίδας κυτοκινών στην COVID-19 παράγονται επίσης και στις εξάρσεις των αυτοάνοσων νοσημάτων και έτσι, αποτελούν ένα σημαντικό στόχο της θεραπείας. Ενδεχομένως, οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα που λαμβάνουν αναστολείς της ιντερλευκίνης 6 ή άλλα φάρμακα που δρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα, να είναι προστατευμένοι έναντι της πνευμονίας από κορωνοϊό. Μέχρι σήμερα αυτό είναι μια θεωρία που θα πρέπει να τεκμηριωθεί από κλινικές μελέτες. Όμως, προς το παρόν, οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είναι απαραίτητο να μη διακόπτουν τη θεραπεία τους εκτός εάν ο θεράπων ιατρός έχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο να το κάνει. Επίσης, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα άτομα με αυτές τις θεραπείες είναι προστατευμένα έναντι του κορωνοϊού: θα πρέπει να τηρούν με ευλάβεια τα γνωστά μέτρα προστασίας που ισχύουν για όλους τους ανθρώπους.