Οι ασθενείς με καλά ρυθμισμένο διαβήτη τύπου 2 έχουν 21% υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου από τους ασθενείς χωρίς διαβήτη, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη.
Για να εξετάσουν τη σχέση μεταξύ της ρύθμισης των παραγόντων κινδύνου και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου στον διαβήτη τύπου 2, καθώς και να αξιολογήσουν εάν το καρδιονεφρικό σύνδρομο επηρεάζει τον κίνδυνο, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια αναδρομική μελέτη χρησιμοποιώντας δύο βρετανικά σύνολα δεδομένων, το CPRD της Αγγλίας (Clinical Practice Research Datalink) και το SCI-Diabetes της Σκωτίας. Οι ασθενείς με διαβήτη κατηγοριοποιήθηκαν σε 6 ομάδες, που καθορίζονται από τον αριθμό των βασικών παραγόντων κινδύνου πάνω από τα κλινικά βέλτιστα επίπεδα: τρέχων καπνιστής, ολικό επίπεδο χοληστερόλης άνω των 4 mmol / L, επίπεδο τριγλυκεριδίων πάνω από 1,7 mmol / L, επίπεδο γλυκοζυλιωμένης (HbA1c) 7,0% ή μεγαλύτερο, και συστολική αρτηριακή πίεση άνω των 140 mm Hg ή άνω των 130 mm Hg παρουσία νεφρικής δυσλειτουργίας, αμφιβληστροειδοπάθειας ή εγκεφαλοαγγειακής νόσου. Υπήρχαν 101.749 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 στην CPRD που συγκρίθηκαν με 378.938 μάρτυρες χωρίς διαβήτη και 330.892 με διαβήτη τύπου 2 στον SCI-Diabetes. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στις 16 Νοεμβρίου 2020 στο περιοδικό Circulation.
Το CPRD είχε τρία χρόνια παρακολούθησης και το SCI-Diabetes είχε έξι χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρονικών περιόδων, εμφανίστηκαν καρδιαγγειακά επεισόδια σε 27.900 (27%) ασθενείς με διαβήτη στο σύνολο δεδομένων CPRD, σε 101.362 (31%) ασθενείς με διαβήτη στο SCI-Diabetes και σε 75.520 (19%) στους CPRD μάρτυρες. Στην CPRD, οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που είχαν όλους τους παράγοντες κινδύνου ρυθμισμένους είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων (προσαρμοσμένος λόγος κινδύνου 1,21, 95% CI, 1,12 – 1,29) από τους μάρτυρες. Για την συγκεντρωτική ανάλυση, οι ασθενείς ορίστηκαν να έχουν καρδιονεφρικό σύνδρομο εάν είχαν ιστορικό οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, εγκεφαλικού επεισοδίου, στεφανιαίας νόσου ή νεφρικής ανεπάρκειας. Στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 από την CPRD και την SCI-Diabetes, οι συγκεντρωτικοί λόγοι κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο που σχετίζοντο με τους πέντε αυξημένους παράγοντες κινδύνου έναντι του βέλτιστου ελέγχου των παραγόντων κινδύνου ήταν 1,09 (95% CI, 1,01 έως 1,17) σε άτομα με καρδιονεφρικό σύνδρομο και 1,96 (95% CI) , 1,82 έως 2,12) σε άτομα χωρίς καρδιονεφρικό σύνδρονο. Τα άτομα χωρίς καρδιονεφρικό σύνδρομο ήταν νεότερα και είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν υποβέλτιστη ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου, αλλά είχαν και λιγότερες συνταγές για φάρμακα τροποποίησης των παραγόντων κινδύνου από εκείνα με καρδιονεφρική νόσο.
Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν την έγκαιρη και πιο επιθετική παρέμβαση σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 που θεωρούνται ότι διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο (χωρίς εγκατεστημένη καρδιο-νεφρική νόσο), τα οποία κατά μέσο όρο έχουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος, ολική χοληστερόλη, HbA1c και επίπεδα αρτηριακής πίεσης από τα άτομα με εγκατεστημένη καρδιο-νεφρική νόσο. Μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικές μακροπρόθεσμες μειώσεις στα καρδιαγγειακά επεισόδια και τη θνησιμότητα σε πληθυσμιακό επίπεδο.
Βιβλιογραφία
Alison K. Wright, et al. Risk Factor Control and Cardiovascular Event Risk in People With Type 2 Diabetes in Primary and Secondary Prevention Settings. Circulation. 2020;142:1925–1936.