Δύο μελέτες δείχνουν ότι η ανοσολογική απόκριση στο COVID-19 έχει αρκετή διάρκεια και συνεχίζει να διαμορφώνεται από υπολείμματα του κορωνοϊού.
Η κατανόησή μας για την ανοσία που αναπτύσσεται φυσικά μέσω της λοίμωξης SARS-CoV-2 είναι ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19. Η ανοσολογική μνήμη βασίζεται στην ενεργοποίηση, την επέκταση και τη διαφοροποίηση των Β και Τ λεμφοκυττάρων που έχουν την ικανότητα της εξουδετέρωσης του ιού. Με την επανέκθεση στον κορωνοϊό, αυτές οι επανενεργοποιημένες λεμφοκυτταρικές σειρές συντονίζονται για την απομάκρυνση του ιού, την πρόληψη ή τον μετριασμό της λοίμωξης και τη μείωση της μετάδοσης. Το ερώτημα είναι πόσο διαρκεί αυτή η ανοσολογική απόκριση.
Σε πρόσφατη μελέτη έγινε εξέταση του πλάσματος και του περιφερικού αίματος από 15 ασθενείς που ανέρρωσαν από ήπια COVID-19 (διάμεση διάρκεια των συμπτωμάτων 13 ημέρες) και 17 υγιείς μάρτυρες. Η COVID-19 προκάλεσε ειδικά IgG αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2, εξουδετερωτικό πλάσμα και αναμνηστικά λεμφοκύτταρα Β και Τ που διατηρήθηκαν για τουλάχιστον 3 μήνες. Τα αναμνηστικά Β λεμφοκύτταρα εξέφραζαν εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2, και τα αναμνηστικά Τ λεμφοκύτταρα παρήγαγαν κυτοκίνες που διεγείρουν το ανοσοποιητικό (ιδιαίτερα IL-2 και ιντερφερόνη-γάμμα). Φαίνεται ότι αυτές οι πολλαπλές αλλαγές στην ανοσοαπόκριση καθιστούν τους ασθενείς προστατευμένους από τη λοίμωξη SARS-CoV-2 για τουλάχιστον 3 μήνες.
Σε άλλη πρόσφατη μελέτη αξιολογήθηκαν οι αναμνηστικές χυμικές αποκρίσεις σε 87 ασθενείς και στις 40 ημέρες και στους 6 μήνες μετά τη λοίμωξη με SARS-CoV-2 (διάμεση διάρκεια των συμπτωμάτων 12 ημέρες). Τα εξουδετερωτικά αντισώματα IgG έναντι του πεδίου που συνδέεται με την πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2 (RBD) ήταν ανιχνεύσιμα στο πλάσμα αλλά μειώθηκαν κατά 80% στους 6 μήνες σε σύγκριση με τις 40 ημέρες. Ωστόσο, ο αριθμός των αναμνηστικών λεμφκυττάρων Β με ειδικότητα έναντι του RBD δεν άλλαξε. Αυτά τα κύτταρα εξελίχθηκαν έτσι ώστε τα αντισώματα που εκφράστηκαν σε 6 μήνες είχαν αυξημένη εξουδετερωτική ισχύ και εύρος καθώς και αντοχή σε μεταλλάξεις του RBD. Αυτή η εξέλιξη φαίνεται ότι καθοδηγείται από αντιγόνα του ιού που παραμένουν. Πράγματι, μια ξεχωριστή ανάλυση βιοψιών εντέρου από αναρρώσαντες ασυμπτωματικούς ασθενείς έδειξενουκλεϊκά οξέα και αντιγόνα του SARS-CoV-2 στο λεπτό έντερο σε 7 από 14 ασθενείς. Φαίνεται λοιπόν ότι τα υπολείμματα του ιού συνεχίζουν να οδηγούν σε ανοσολογική εξέλιξη, βελτιστοποιώντας την χυμική απόκριση με την πάροδο του χρόνου.
Αυτές οι μελέτες παρέχουν μια σε βάθος ανάλυση της προσαρμοστικής ανοσοαπόκρισης στον SARS-CoV-2, καταδεικνύοντας υπολειμματική χυμική και κυτταρική ανοσολογική προστασία διάρκειας τουλάχιστον 3 μηνών, καθώς και συνεχιζόμενη ανοσολογική διέγερση που συνεχίζει να διαμορφώνει την απόκριση του ξενιστή για πολύ καιρό μετά την κλινική λοίμωξη. Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η εκ νέου μόλυνση σε άτομα με ανοσοανεπάρκεια μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό από ό, τι αρχικά φοβόταν.
Βιβλιογραφία
Rodda LB et al. Functional SARS-CoV-2-specific immune memory persists after mild COVID-19. Cell 2021 Jan 7; 184:169.
Gaebler C et al. Evolution of antibody immunity to SARS-CoV-2. Nature 2021 Jan 18; [e-pub].