Οι κλινικοί γιατροί πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα αυξημένα επίπεδα της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνικής χοληστερόλης ή πιο απλά LDL-C, που είναι ένας δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου (CVD), στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, όπως προτείνει μια νέα πληθυσμιακή μελέτη στη Φινλανδία.
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Διαδίκτυο στο Scientific Reports, οι συγγραφείς έδειξαν ότι η ρύθμιση της LDL-C και οι συνταγές στατίνης δεν βρίσκονται στο ιδανικό επίπεδο σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών στην κλινική πράξη.
Εντόπισαν τέσσερις πενταετείς πορείες της LDL-C μαζί με ταυτόχρονα επίπεδα θεραπείας με στατίνες. Τα ποσοστά των ασθενών σε κάθε ομάδα ήταν:
Μέτρια σταθερή LDL-C: 2,3 mmol/L (90 mg/dL): 86%
Υψηλή σταθερή LDL-C: 3,9 mmol/L (152 mg/dL): 7,7%
Μειούμενη LDL-C: 3,8%
Αυξανόμενη LDL-C: 2,5%
Η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα αποτελείτο από ασθενείς κυρίως χωρίς θεραπεία (7,7%) με ανησυχητικά «υψηλά σταθερά» επίπεδα LDL-C γύρω στα 3,9 mmol/L.
Και μεταξύ των ασθενών με «αυξανόμενη» χοληστερόλη LDL-C, η θεραπεία με στατίνες μειώθηκε δραστικά.
Επιπλέον, στο 42% των ασθενών δεν συνταγογραφούντο στατίνες στο τέλος της παρακολούθησης.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι οι προσπάθειες για τον έλεγχο της LDL-C θα πρέπει να αυξηθούν – ειδικά σε ασθενείς με συνεχώς αυξημένα επίπεδα – με την έναρξη και την εντατικοποίηση της θεραπείας με στατίνες νωρίτερα και την εκ νέου έναρξη της θεραπείας μετά τη διακοπή, εάν είναι δυνατόν.
Οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν τους κινδύνους έναντι των οφελών των στατινών
Οι ασθενείς μπορεί να μην κατανοούν τα οφέλη έναντι των πιθανών παρενεργειών των στατινών.
Για να βελτιωθεί η διαχείριση των επιπέδων χοληστερόλης, οι συζητήσεις ιατρού-ασθενούς είναι ζωτικής σημασίας, αντιμετωπίζοντας κινδύνους/οφέλη και στόχους θεραπείας και προσφέροντας αξιόπιστες πηγές πληροφοριών σχετικά με τις στατίνες.
Όταν οι ασθενείς διακόπτουν τη θεραπεία με τις στατίνες, οι γιατροί θα πρέπει να προσπαθήσουν να ξεκινήσουν ξανά μια άλλη στατίνη ή να μειώσουν τη δόση εάν είναι δυνατόν, ακολουθώντας τις οδηγίες για το πώς να το κάνουν αυτό, καθώς άλλες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι περισσότερο από το 70% των ασθενών που σταμάτησαν μια στατίνη λόγω παρενεργειών την ανέχτηκε όταν επανεκκινήθηκε.
Η μελέτη εντόπισε επίσης διαφορές μεταξύ των φύλων. Σε σύγκριση με τους άνδρες, οι γυναίκες είχαν σημαντικά υψηλότερα μέσα επίπεδα LDL-C, αλλά ήταν λιγότερο πιθανό να τους συνταγογραφηθεί μια στατίνη ή να τους συνταγογραφήθηκε μια χαμηλότερη δόση στατίνης και ήταν πιο πιθανό να διακόψουν τη θεραπεία με στατίνες.
Τα αρρύθμιστα λιπιδικά προφίλ, ειδικά η αυξημένη LDL-C, συνδέονται ισχυρά με την αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 2.
Για την πρόληψη ή τουλάχιστον την καθυστέρηση των επιπλοκών, οι τακτικές επισκέψεις παρακολούθησης και ο καλός έλεγχος της A1c (γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης), της LDL-C, της αρτηριακής πίεσης και άλλων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του διαβήτη. Οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν προσδιορίσει με συνέπεια τις στατίνες ως την κύρια θεραπεία μείωσης των λιπιδίων, και τις συνιστούν με σαφήνεια σε μια μέτρια έως υψηλή δόση.
Στη μελέτη περιλήφθηκαν 8.592 ασθενείς (4.622 άνδρες (54%) και 3.970 γυναίκες (46%)) με διαβήτη τύπου 2 που επισκέφθηκαν γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης ή ειδικοίστην Ανατολική Φινλανδία το 2011-2017.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως και άλλες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, η Φινλανδική Κατευθυντήρια Γραμμή Τρέχουσας Φροντίδας συνέστησε την αξιολόγηση των επιπέδων LDL-C κάθε 1 έως 3 χρόνια σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, με στόχους θεραπείας LDL-C < 2,5 mmol/L (< 100 mg/dL ) για όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου λόγω διαβήτη και στόχους < 1,8 mmol/L (< 70 mg/dL) ή μείωση 50% από την αρχική τιμή σε άτομα με πολύ υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο λόγω πρόσθετων παραγόντων κινδύνου.
Στην αρχή, κατά μέσο όρο, οι άνδρες στην τρέχουσα μελέτη ήταν ηλικίας 66 ετών και είχαν διαβήτη για 8 χρόνια. Το 60% λάμβανε στατίνη και το 56% είχε LDL-C < 100 mg/dL.
Οι γυναίκες ήταν, κατά μέσο όρο, ηλικίας 69 ετών και είχαν διαβήτη για 8 χρόνια. Το 56% λάμβανε στατίνη και το 51% είχε LDL-C < 100 mg/dL.
Οι ερευνητές εντόπισαν τις τέσσερις διακριτές πορείες LDL-C, η καθεμία με διαφορές στη θεραπεία με στατίνες.
Στην ομάδα της «μέτριας-σταθερής» LDL-C, το 67% των ανδρών και το 64% των γυναικών λάμβαναν στατίνη και τα ποσοστά στατίνης υψηλής δόσης αυξήθηκαν τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
Στην ομάδα της «υψηλής σταθερής» LDL-C, τα ποσοστά χρήσης στατινών μειώθηκαν από 42% σε 27% στους άνδρες και από 34% σε 23% στις γυναίκες.
Στην ομάδα της «φθίνουσας» LDL-C, το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν στατίνη αυξήθηκε. Το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν στατίνη υψηλής έντασης αυξήθηκε επίσης μεταξύ των ανδρών (6,2% έως 29%) και των γυναικών (7,7% έως 14%).
Στην «αυξανόμενη» ομάδα LDL-C, το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν στατίνη μειώθηκε από περισσότερο από 64% σε λιγότερο από 43%.
Οι γιατροί θα πρέπει να αυξήσουν τις προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων θεραπείας της LDL-C —ειδικά στην ομάδα ασθενών με συνεχώς αυξημένα επίπεδα LDL-C— δίνοντας προσοχή στην έγκαιρη έναρξη της θεραπείας με στατίνες, στην εντατικοποίηση των θεραπειών όταν είναι απαραίτητο και στην επανέναρξη αν είναι δυνατόν.
Βιβλιογραφία
Inglin, L., Lavikainen, P., Jalkanen, K. et al. LDL-cholesterol trajectories and statin treatment in Finnish type 2 diabetes patients: a growth mixture model. Sci Rep 11, 22603 (2021).