- Πρόσφατα εξετάστηκε εάν οι αναλογίες δύο μεταφορέων λιπιδίων στο αίμα μπορούν να προβλέψουν καρδιαγγειακά επεισόδια.
- Οι μεταφορείς λιπιδίων που μας ενδιαφέρουν ονομάζονται απολιποπρωτεΐνη Β (apoB) και απολιποπρωτεΐνη Α-1 (apoB1).
- Η μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι έχουν τα υψηλότερα επίπεδα apoB και τα χαμηλότερα επίπεδα apoA-1 έχουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν έμφραγμα από εκείνους με χαμηλότερες αναλογίες apoB προς apoA-1.
- Πιθανώς οι μελλοντικές κατευθυντήριες οδηγίες για τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον λόγο apoB/apoA-1.
Ως δυσλιπιδαιμία ορίζεται η ύπαρξη μη φυσιολογικών επιπέδων χοληστερόλης και άλλων λιπιδίων στο αίμα. Είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Γνωρίζουμε καλά σήμερα ότι τα υψηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL-C) συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνουν πάντα τα επίπεδα LDL-C ως δείκτη κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Άλλοι δείκτες κινδύνου που μπορούν να εκτιμήσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο περιλαμβάνουν
- τη λιποπρωτεϊνική χοληστερόλη υψηλής πυκνότητας (HDL-C), η οποία προστατεύει από την καρδιαγγειακή νόσο.
- την ApoB, που μεταφέρει την LDL-C και άλλα λιπίδια που συνδέονται με καρδιαγγειακές παθήσεις στους ιστούς του σώματος.
- Την ApoA-1 που μεταφέρει την HDL-C.
Η μέχρι σήμερα έρευνα έχει δείξει ότι τα επίπεδα τόσο της apoB όσο και της apoA-1 συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ενώ πολλές μελέτες δείχνουν ότι η αναλογία apoB/apoA-1 μπορεί να υποδεικνύει καρδιαγγειακό κίνδυνο, οι τρέχουσες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες δεν περιλαμβάνουν τη μέτρηση αυτών των δεικτών.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, ερευνητές με επικεφαλής το Ινστιτούτο Karolinska στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, ερεύνησαν τη σχέση μεταξύ του λόγου apoB/apoA-1 και της συχνότητας μη θανατηφόρων καρδιακών επεισοδίων, εγκεφαλικών και καρδιαγγειακής θνησιμότητας (MACEs).
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο PLOS Medicine και δείχνουν ότι όσο υψηλότερη είναι η τιμή apoB/apoA-1, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εμφράγματος του μυοκαρδίου, εγκεφαλικού επεισοδίου και ανάγκης για στεφανιαία επέμβαση.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι ο κίνδυνος αυξήθηκε επί ύπαρξης χαμηλών επιπέδων της προστετυτικής apoA-1.
Ο λόγος apoB/apoA-1 μπορεί να ανιχνεύσει εκείνα τα άτομα που έχουν φαινομενικά φυσιολογική ή ακόμη και χαμηλή LDL που μπορεί να μην ανιχνεύεται μόνο από τη μέτρηση της LDL, της μη HDL ή ακόμα και από την apoB μόνο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε άτομα με υψηλά επίπεδα τρυγλυκεριδίων, μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτη και παχυσαρκία που διατρέχουν κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η ιατρική κοινότητα βασίζεται εδώ και πολύ καιρό στη χρήση παραδοσιακών δεικτών, όπως η LDL-C και η HDL-C για να προσδιορίσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Αυτή η μελέτη προωθεί το επιχείρημα ότι υπάρχει σημαντική πρόσθετη αξία στον έλεγχο πολλαπλών υποτύπων απολιποπρωτεϊνών κατά την εκτέλεση μιας λιπιδικής ανάλυσης. Ενώ πολλοί από εμάς έχουμε ήδη αρχίσει να ελέγχουμε τα επίπεδα apoB ως μέρος της τυπικής μας αξιολόγησης στη δυσλιπιδαιμία, αυτή η μελέτη μας δείχνει ότι ο έλεγχος των επιπέδων apoA-1 και ο προσδιορισμός της αναλογίας παρέχει σημαντικές προγνωστικές πληροφορίες με τη μορφή ποσοστών συμβάντων για πραγματικά τελικά σημεία.
Η ApoB και ο λόγος apoB/apoA δεν είναι νέοι δείκτες. Τους γνωρίζουμε από παλιά. Αυτά τα ευρήματα δεν είναι εκπληκτικά ή πρωτότυπα. Η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση αυτής της ομάδας έχει αξία καθώς οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου αυξάνουν τον κίνδυνο με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους «χρόνων χοληστερόλης» όπως σκεφτόμαστε για την έκθεση με την πάροδο του χρόνου σε έναν καπνιστή, π.χ. πακέτα ετών .
Η μελέτη
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα από την ομάδα AMORIS, μια βάση δεδομένων που περιέχει αρχεία υγείας, συμπεριλαμβανομένων αναλύσεων δειγμάτων αίματος και ούρων από άτομα στη Σουηδία μεταξύ 1985-1996.
Οι συμμετέχοντες ήταν είτε υγιή άτομα που υποβλήθηκαν σε συνήθεις ετήσιους ελέγχους υγείας είτε εξωτερικοί ασθενείς που παραπέμφθηκαν για εργαστηριακές εξετάσεις.
Για την ανάλυση δεδομένων, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν άνδρες και γυναίκες ηλικίας μεταξύ 25-84 ετών χωρίς ιστορικό MACE, στεφανιαίας παράκαμψης ή διαδερμικής στεφανιαίας επέμβασης.
Συνολικά, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 137.100 άτομα, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με:
επίπεδα apoB
επίπεδα apoA-1
ολική χοληστερόλη
τριγλυκερίδια
γλυκόζης ορού
Καθώς οι ερευνητές είχαν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως το κάπνισμα και η υπέρταση, χρησιμοποίησαν εκτιμήσεις για ολόκληρη την ομάδα βασιζόμενοι σε διαθέσιμα δεδομένα από 1.466 συμμετέχοντες που είχαν δώσει αυτά τα δεδομένα σε άλλη μελέτη.
Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 17,8 χρόνια για ολόκληρη την 30ετή περίοδο μελέτης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υπήρξαν 22.473 MACE, συμπεριλαμβανομένων 8.567 μη θανατηφόρων καρδιακών προσβολών, 8.194 μη θανατηφόρων εγκεφαλικών επεισοδίων και 5.712 θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Διαπιστώθηκε ότι όσο υψηλότερο ήταν το επίπεδο apoB και όσο χαμηλότερα ήταν τα επίπεδα apoA-1, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο καρδιαγγειακός κίνδυνος τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
Όσοι είχαν τις υψηλότερες τιμές apoB/apoA-1 είχαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν καρδιακό επεισόδιο. Επίσης, διέτρεχαν σχεδόν 70% μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο και σχεδόν 40% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακά αίτια.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι η αναλογία apoB/apoA-1 θα μπορούσε να προβλέψει τα καρδιαγγειακά επεισόδια ήδη 20 χρόνια πριν συμβούν.
Μετά την προσαρμογή για τη χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, τη γλυκόζη, το φύλο και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τα αποτελέσματα παρέμειναν σημαντικά.
Για να εξηγήσουν τους υποκείμενους μηχανισμούς για τα ευρήματά τους, οι ερευνητές λένε ότι καθώς η apoB μεταφέρει τη χοληστερόλη στους ιστούς, η ποσότητα από αυτήν που βρίσκεται στο αίμα δείχνει τον ρυθμό με τον οποίο η χοληστερόλη φτάνει στους ιστούς.
Καθώς η apoA-1 μεταφέρει τη χοληστερόλη μακριά από τους ιστούς στο συκώτι για απέκκριση στο έντερο, η ποσότητα της στο αίμα, συνυπολογιζόμενη με αυτή της apoB, θα μπορούσε να δώσει στους γιατρούς μια κατανόηση για το πόση χοληστερόλη μπορεί να συσσωρευτεί σε διαφορετικούς ιστούς.
Η apoA-1 έχει αντιφλεγμονώδη, αντιοξειδωτική και αντιπηκτική δράση. Επίσης, η apoA-1 διεγείρει την παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου στο αρτηριακό τοίχωμα, το οποίο έχει αγγειοδιασταλτικά αποτελέσματα, αυξάνοντας τη ροή του αίματος και μειώνοντας την αρτηριακή πίεση.
Η ApoB και η apoA-1 είναι επιφανειακές πρωτεΐνες που μεταφέρουν τη χοληστερόλη από και προς τους ιστούς. Η ApoB είναι κυρίως υπεύθυνη για τη μεταφορά των πιο αθηρογόνων σωματιδίων λιποπρωτεϊνών, όπου μπορούν να εναποτεθούν στο αρτηριακό τοίχωμα και να προκαλέσουν βλάβη. Αντίθετα, η apoA-1 έχει προστατευτικό ρόλο, επιτρέποντας την εκροή σωματιδίων χοληστερόλης πίσω στο ήπαρ για περαιτέρω αποβολή και παρέχοντας αντιοξειδωτικά και αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα. Για αυτούς τους λόγους, είναι λογικό από βιολογικής άποψης ότι η μέτρηση της αναλογίας «του κακού και του καλού» θα έχει κλινική αξία.
Η αθηροσκληρωτική διαδικασία σε διαφορετικά αρτηριακά στρώματα και όργανα αναπτύσσεται αργά με την πάροδο του χρόνου.
Εάν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ των προ- και αντι-αθηρογόνων λειτουργιών, που ορίζεται από την υψηλή αναλογία apoB/apoA-1, η αθηροσκλήρωση επιταχύνεται με διαταραχές στη ροή του αίματος, κίνδυνο θρόμβωσης, εμβολισμού ή ακόμη και ρήξη αιμοφόρων αγγείων που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές ή θανατηφόρα συμβάντα όπως φαίνεται στην παρούσα μελέτη.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να συμφωνήσουν στις οριακές τιμές για τις αναλογίες apoB/apoA-1, έτσι ώστε οι κατευθυντήριες οδηγίες για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο να μπορούν να περιλαμβάνουν τη μέτρηση.
Βιβλιογραφία
Göran Walldius, et al. Long-term risk of a major cardiovascular event by apoB, apoA-1, and the apoB/apoA-1 ratio—Experience from the Swedish AMORIS cohort: A cohort study. PLoS Med 18(12): e1003853. https://doi.org/10.1371/journal.pmed.1003853