Οι περισσότεροι ενήλικες με στεφανιαία νόσο δεν πληρούν τους προτεινόμενους από τις κατευθυντήριες οδηγίες στόχους της LDL χοληστερόλης, ακόμη και όταν είναι σε θεραπεία με στατίνες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.
Σε μια ανάλυση των δεδομένων της Εθνικής Έρευνας για την Υγεία και τη Διατροφή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, ακόμη και μεταξύ των ασθενών με στεφανιαία νόσο (ΣΝ) που λάμβαναν θεραπεία με στατίνες, το 65,2% είχε επίπεδο LDL τουλάχιστον 70 mg/dL.
Αυτό που συμβαίνει συχνά με την υπερχοληστερολαιμία, καθώς και με την αυξημένη αρτηριακή πίεση και τους άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, είναι ότι ο γιατρός μπορεί να προτείνει δίαιτα και άσκηση, με παρακολούθηση επί περίπου 6 μήνες και αν μετά από αυτό το διάστημα παραμένουν αρρύθμιστοι τότε αρχίζει φαραμακευτική θεραπεία. Αρκετές φορές όμως, αυτή η συνέχεια δεν πραγματοποιείται. Συχνά, παρά τις καλύτερες προσπάθειες του ασθενούς, η δίαιτα και η άσκηση δεν μειώνουν τη χοληστερόλη ή την ΑΠ. Επίσης, ακόμη και όταν ένας ασθενής ξεκινά θεραπεία με ένα φάρμακο, μπορεί να ξεχαστεί να εξεταστεί αν ρυθμίστηκε. Ένα επαναλαμβανόμενο σετ λιπιδίων σε 2 μήνες που θα ήταν αρκετό για τη διαπίστωση της σωστής ή όχι ρύθμισης δεν γίνεται ποτέ. Αυτή είναι η παγίδα στην οποία πέφτουν μερικές φορές οι ασθενείς αλλά και οι γιατροί τους. Καταλήγουν στο να μην υποβάλλονται σε θεραπεία ή στο να υποθεραπεύονται για τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Συχνά αυξημένα επίπεδα LDL
Ο Bhatt και οι συνεργάτες του ανέλυσαν δεδομένα από 472 ενήλικες με αναφερόμενη στεφανιαία νόσο και μετρήσεις λιπιδίων νηστείας κατά την έναρξη, χρησιμοποιώντας δεδομένα από το NHANES από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Μάρτιο του 2020. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων με ΣΝ ήταν 65 έτη. Το 40,5% ήταν γυναίκες και το 70,5% λευκοί. Η ΣΝ ορίστηκε ως η αυτοαναφορά προηγούμενης ΣΝ, στηθάγχης ή «καρδιακής προσβολής». Τα κύρια αποτελέσματα ήταν τα ποσοστά των συμμετεχόντων που δεν πέτυχαν τα επίπεδα LDL στους συνιστώμενους από τις κατευθυντήριες οδηγίες στόχους, που ορίστηκαν ως τουλάχιστον 70 mg/dL με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας και της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας και τουλάχιστον 55 mg/dL με βάση την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία. Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης το ποσοστό των συμμετεχόντων που δεν πέτυχαν τα επίπεδα LDL σε υψηλότερα όρια, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 100 mg/dL και τουλάχιστον 130 mg/dL.
Σε δευτερεύουσες αναλύσεις, οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης το ποσοστό των συμμετεχόντων που δεν πληρούσαν τις κατευθυντήριες γραμμές για την LDL μεταξύ εκείνων που έλαβαν και δεν έλαβαν θεραπεία με στατίνες.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο JAMA.
Εντός της ομάδας, το 67,9% των συμμετεχόντων με ΣΝ λάμβαναν θεραπεία με στατίνες και το 6,4% λάμβαναν εζετιμίμπη. Η προσαρμοσμένη στην ηλικία μέση LDL για τη συνολική ομάδα ήταν 94,4 mg/dL (95% CI, 90,3-98,5). Το 73,5% των συμμετεχόντων είχε επίπεδο LDL τουλάχιστον 70 mg/dL και το 88,1% των συμμετεχόντων είχαν επίπεδο LDL τουλάχιστον 55 mg/dL.
Το προσαρμοσμένο στην ηλικία μέσο επίπεδο LDL μεταξύ των συμμετεχόντων που έλαβαν θεραπεία με στατίνες ήταν 82,2 mg/dL (95% CI, 76,9-87,5), με το 65,2% να έχει επίπεδο LDL τουλάχιστον 70 mg/dL και το 83,3% να έχει επίπεδο LDL στο τουλάχιστον 55 mg/dL.
Για τους συμμετέχοντες που δεν λάμβαναν θεραπεία με στατίνες, η μέση LDL προσαρμοσμένη στην ηλικία ήταν 120,4 mg/dL (95% CI, 112,5-128,2), με το 91% να έχει επίπεδο LDL τουλάχιστον 70 mg/dL και το 98,2% να έχει επίπεδο LDL τουλάχιστον 55 mg/dL.
Υπάρχουν επιλογές για καλύτερη ρύθμιση της χοληστερόλης
Το κλειδί είναι η ευαισθητοποίηση, η περισσότερη εκπαίδευση και ενδεχομένως η ευαισθητοποίηση για τα νέα δεδομένα και τις νέες θεραπείες. Για παράδειγμα, εάν οι άνθρωποι δεν επιτυγχάνουν τους στόχους της χοληστερόλης με τις στατίνες, υπάρχουν στατίνες υψηλής έντασης, οι οποίες έχουν αποδειχθεί αρκετά ασφαλείς. Υπάρχει η εζετιμίμπη για ασθενείς που δεν μπορούν να ανεχθούν υψηλότερες δόσεις στατινών ή για εκείνους όπου οι υψηλότερες δόσεις στατινών δεν ρυθμίζουν επαρκώς. Το κόστος δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για αυτές τις θεραπείες. Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι ελάχιστες. Για όσους πληρούν τις ενδείξεις θεραπείας, υπάρχουν επίσης οι αναστολείς PCSK9, η ινκλισιράνη (Leqvio, Novartis) και το μπεμπεδοϊκό οξύ (Nexletol, Esperion Therapeutics). Σήμερα υπάρχουν πολλές επιλογές για καλύτερη ρύθμιση της χοληστερόλης.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στα χαμηλά ποσοστά επίτευξης των κατευθυντήριων στόχων μπορεί να περιλαμβάνουν την ανεπαρκή εντατικοποίηση της θεραπείας με στατίνες, την ανεπαρκή χρήση πρόσθετης θεραπείας και τη χαμηλή χρήση των νέων θεραπειών. Τα χαμηλά ποσοστά χρήσης και εντατικοποίησης των στατινών μπορεί να σχετίζονται με τον δισταγμό του συνταγογράφου ή του ασθενούς.
Η πρόκληση με την προληπτική θεραπεία είναι ότι οι άνθρωποι δεν έρχονται για να αναφέρουν συμπτώματα. Έρχονται ενώ νιώθουν σχετικά καλά και ο γιατρός τους προσθέτει ένα φάρμακο που δυνητικά προσθέτει κάποιο κόστος, αν και οι στατίνες και η εζετιμίμπη είναι ήδη γενόσημα και άρα φθηνά. Λέμε λοιπόν σε κάποιον που νιώθει καλά να πάρει περισσότερα φάρμακα, κάτι που μπορεί να μην θέλει να κάνει. Πρέπει να κάνουμε καλύτερη δουλειά για να βγάζουμε το μήνυμα ότι ακόμη και τα επίπεδα χοληστερόλης που ονομάζαμε «φυσιολογικά» πριν από 10 χρόνια δεν είναι πλέον, με βάση τα πρόσφατα δεδομένα.
Βιβλιογραφία
Aggarwal R, Chiu N, Libby P, Boden WE, Bhatt DL. Low-Density Lipoprotein Cholesterol Levels in Adults With Coronary Artery Disease in the US, January 2015 to March 2020. JAMA. 2023;330(1):80–82.