Νέες οδηγίες από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA).
Τα τελευταία χρόνια, η αντιμετώπιση του διαβήτη έχει υποστεί αρκετές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης χρήσης της συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης (CGM) και της διαθεσιμότητας νέων θεραπειών για το διαβήτη τύπου 2 και τη διαβητική νεφροπάθεια. Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές από την ADA συζητούν το ρόλο των εργαστηριακών εξετάσεων στην σύγχρονη αντιμετώπιση του διαβήτη.
Βασικά σημεία
Αν και μεγάλο μέρος αυτών των κατευθυντήριων οδηγιών απευθύνεται σε ειδικούς και διευθυντές εργαστηρίων, οι συστάσεις που σχετίζονται με τη γενική πρακτική των ενηλίκων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2 που λαμβάνουν ινσουλίνη, θα πρέπει να χρησιμοποιούν παρακολούθηση γλυκόζης αίματος (BGM) ή CGM για να βοηθήσουν στον προσδιορισμό των δόσεων ινσουλίνης, στην ανίχνευση της υπογλυκαιμίας και στην επίτευξη καλύτερου γλυκαιμικού ελέγχου. Ωστόσο, οι συγγραφείς αποτρέπουν ανεπιφύλακτα τη χρήση του BGM σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν ινσουλινοθεραπεία, στους οποίους το BGM δεν διευκολύνει την πρόσθετη μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).
Η CGM συνιστάται για ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 που δεν επιτυγχάνουν τους γλυκαιμικούς στόχους ή έχουν υπογλυκαιμίες ή δεν αντιλαμβάνονται την υπογλυκαιμία. Αν και η CGM μπορεί να ληφθεί υπόψη σε ασθενείς που λαμβάνουν ινσουλίνη με διαβήτη τύπου 2, η βιβλιογραφία είναι λιγότερο ισχυρή, εμφανίζοντας βελτιώσεις της HbA1c αλλά όχι μείωση της υπογλυκαιμίας.
Ο προσδιορισμός των αντινησιδιακών αυτοαντισωμάτων, των επιπέδων του C-πεπτιδίου ή και των δύο μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 όταν η εικόνα του ασθενούς (π.χ. κετοξέωση) καθιστά αβέβαιη την ταξινόμηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο διαβήτης τύπου 1 που εμφανίζεται σε ενήλικες δεν είναι σπάνιος. Ωστόσο, στους περισσότερους ασθενείς, δεν συνιστάται η εξέταση ρουτίνας των αντινησιδιακών αυτοαντισωμάτων, των επιπέδων ινσουλίνης, προινσουλίνης και C-πεπτιδίου.
Ο λόγος λευκωματίνης ούρων προς κρεατινίνη (uACR) θα πρέπει να μετράται ετησίως σε όλους τους ενήλικες με διαβήτη και κάθε 6 μήνες σε εκείνους με μη φυσιολογικό uACR ή χαμηλούς ρυθμούς σπειραματικής διήθησης. Λόγω της μεγάλης διακύμανσης στην απέκκριση λευκωματίνης στο ίδιο άτομο, οι συγγραφείς συνιστούν τον έλεγχο του uACR σε ένα πρώτο πρωινό δείγμα ούρων (ιδανικά) ή τακτικά την ίδια ώρα της ημέρας και τουλάχιστον 2 ώρες μετά το φαγητό. Η έμφαση σε αυτές τις μετρήσεις βασίζεται στην αυξανόμενη χρήση αναστολέων συμμεταφορέα νατρίου-γλυκόζης-2 (SGLT-2) και ανταγωνιστών αλδοστερόνης (και όχι απλώς ανταγωνιστών ρενίνης-αγγειοτασίνης) σε ασθενείς με πρώιμες ενδείξεις νεφροπάθειας.
Αυτές οι κατευθυντήριες οδηγίες προσφέρουν πολλές απλές συστάσεις στην κλινική πρακτική, βασισμένες σε ενδείξεις. Για παράδειγμα, οι κλινικοί γιατροί μπορούν να προωθήσουν τη χρήση της CGM σε ασθενείς που λαμβάνουν ινσουλινοθεραπεία (ιδιαίτερα με διαβήτη τύπου 1) με υπερ- ή υπογλυκαιμία και μπορούν να αποφύγουν την παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν ινσουλινοθεραπεία. Άλλες συστάσεις, όπως ο έλεγχος του uACR στην πρώτη πρωινή ούρηση, είναι πιο δύσκολο να εφαρμοστούν.
Βιβλιογραφία
Sacks DB et al. Guidelines and recommendations for laboratory analysis in the diagnosis and management of diabetes mellitus. Diabetes Care 2023 Oct 1; 46:e151.